- χαροπότης
- -ητος, ἡ, ΜΑβλ. χαρωπότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαροπότης — brightness of eye fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροπότητα — χαροπότης brightness of eye fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροπότητι — χαροπότης brightness of eye fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαροπότητος — χαροπότης brightness of eye fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρωπότητα — η / χαροπότης, ότητος, ΝΜΑ [χαρωπός / χαροπός] νεοελλ. η ιδιότητα τού χαρωπού μσν. αρχ. (για τα μάτια) λαμπρότητα, λάμψη … Dictionary of Greek